φασκάς

φασκάς
φασκάς, άδος, , a kind of
A duck, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d, cf. βασκάς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φασκάς — duck fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασκάς — άδος, ἡ, Α βλ. βασκάς …   Dictionary of Greek

  • φασκάδες — φασκάς duck fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκάς — ( άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α) είδος πάπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”